- Ερμαικών
- ἙρμαικῶνἙρμαικόςof: fem gen plἙρμαικόςof: masc /neut gen pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
Ἑρμαικῶν — Ἑρμαικός of fem gen pl Ἑρμαικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερμαί — Λίθινες στήλες με ανδρική προτομή, στη μέση των οποίων υπάρχει ανδρικό αιδοίο. Η ονομασία τους προέρχεται από τη θεότητα που αρχικά παρίστανε κατά κανόνα, δηλαδή τον Ερμή. Η σημασία των αγαλμάτων αυτών, για τα οποία οι γραπτές πηγές μάς δίνουν… … Dictionary of Greek